-
1 κατα-τρίβω
κατα-τρίβω, zerreiben, durch Reiben verderben, verbrauchen; ἀμφὶ πλευρῇσι δορὰς αἰγῶν κατέτριβον Theogn. 55; ἰμάτια, σώματα, Plat. Phaed. 87 b c; neben καταῤῥηγνύναι Xen. Cyr. 6, 2, 32; sein Vermögen durchbringen, 8, 4, 36; κατατριβήσοιτο ὑπὸ τοῦ πολέμου, er werde aufgerieben werden, Hell. 5, 4, 60; κατατέτριμμαι λοχαγῶν, ich habe mich aufgerieben, Hem. 3, 4, 1; neben ἀπόλλυσϑαι Ar. Pax 354; Thuc. 8, 46; Sp., κατατέτριπτο τοῖς ἀγῶσιν Plut. Fab. 23; übertr., οἶμαι γὰρ αὐτοὺς ἤδη κατατετρῖφϑαι διατεϑρυλημένους ὑπὸ σοῦ, sie sind durch die Reden todt gemacht, ermüdet, Xen. Mem. 1, 2, 37; – κατατρίβειν χρόνους, die Zeit hinbringen, Pol. 1, 25, 6; κατέτριψε τὴν ἡμέραν δημηγορῶν Dem. 57, 9; Arist. eth. 3, 10; – οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες, die sich immer auf der Rednerbühne umhergetrieben haben, Isocr. ep. 8, 7; übh. beschäftigen, Xen. Hem. 4, 5, 7.
-
2 κατατρίβω
κατα-τρίβω, zerreiben, durch Reiben verderben, verbrauchen; sein Vermögen durchbringen; κατατριβήσοιτο ὑπὸ τοῦ πολέμου, er werde aufgerieben werden; κατατέτριμμαι λοχαγῶν, ich habe mich aufgerieben; übertr., οἶμαι γὰρ αὐτοὺς ἤδη κατατετρῖφϑαι διατεϑρυλημένους ὑπὸ σοῦ, sie sind durch die Reden tot gemacht, ermüdet; κατατρίβειν χρόνους, die Zeit hinbringen; οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες, die sich immer auf der Rednerbühne umhergetrieben haben; übh. beschäftigen -
3 κατατριβω
1) стирать, изнашивать(ἱμάτια, τὰ σώματα Plat.)
ὅ λόγος περὴ τοῦ τὸν σταλαγμὸν κατατρίβειν τοὺς λίθους Arst. — поговорка о том, что капля камень долбит;οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες Isocr. — завсегдатаи трибун;κ. τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα Luc. — вечно говорить о добродетели;pass. — стираться (οἱ ὀδόντες κατετρίβοντο Arst.)2) измучивать, утомлять, изнурять(αὐτοὺς περὴ ἑαυτοὺς τοὺς Ἕλληνας Thuc.; πάντας ἀνθρώπους Plut.)
; pass. истощаться, уставать(πόνοις Isocr.; ὑπὸ πολέμου Xen.; περὴ τοῦ πολέμου Plut.)
κατατετρίμμεθα πλανώμενοι ἐς Λύκειον κἀκ (= καὴ ἐκ) Λυκείου Arph. — мы замучились от ходьбы в Ликей и из Ликея3) употреблять, использовать(τὸν βίον Xen.)
4) тратить, проводить время (med. τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις Plat.; τὰς ἡμέρας, χρόνους Arst.)κατέτριψε τέν ἡμέραν δημηγορῶν Dem. — он провел (целый) день в речах к народу;
στρατευόμενος κατατέτριμμαι Xen. — я всю жизнь провел, т.е. я состарился на военной службе5) расточать(ἅπαντα Xen.)